Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθέριγος — η, ο βλ. αθέριστος … Dictionary of Greek
αθέριστος — (I) η, ο (Α ἀθέριστος, ον) [θερίζω] αυτός που δεν θερίστηκε, αθέριγος. (II) ἀθέριστος, ον (AM) [ἀθερίζω] μσν. αφρόντιστος, παραμελημένος αρχ. αδιάφορος, αμελής … Dictionary of Greek